γαγγλίου

γαγγλίου
γαγγλίον
encysted tumour on a tendon
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαγγλιεκτομή — η η χειρουργική αφαίρεση νευρικού γαγγλίου …   Dictionary of Greek

  • καρωτιδικός — ή, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρωτίδα 2. φρ. α) «καρωτιδικός σωλήνας» ευρύς οστέινος πόρος τού λιθοειδούς οστού, από τον οποίο εισέρχεται η έσω καρωτίδα στο κρανίο β) «καρωτιδικό νεύρο» κλάδος τού άνω αυχενικού συμπαθητικού γαγγλίου …   Dictionary of Greek

  • νοβοκαϊνισμός — ο ιατρ. η αναισθητοποίηση περιοχής του σώματος ή η προσωρινή παράλυση νεύρου ή γαγγλίου με νοθοκαΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοβοκαΐνη + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • συμπαθεκτομή — και συμπαθεκτομία, η, Ν ιατρ. εκτομή συμπαθητικού νεύρου, νευρικού πλέγματος, γαγγλίου ή τμήματος τού συμπαθητικού στελέχους με σκοπό την πρόκληση τοπικής ή εκτεταμένης αγγειοδιαστολής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sympathectomy <… …   Dictionary of Greek

  • γαγγλιεκτομή — η χειρουργική επέμβαση με σκοπό την αφαίρεση γάγγλιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”